αμπελοφάσουλο

αμπελοφάσουλο
το фасоль (разновидность)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμπελοφάσουλο" в других словарях:

  • αμπελοφάσουλο — ή γυφτοφάσουλο ή μαυρομάτικο φασόλι, το (Γεωπ.) φυτό τής ποικιλίας Melanophtalma ή Dolichos melanophtalmus τού είδους Vigna sinensis. Καλλιεργείται μόνο του ή συνηθέστερα σε συγκαλλιέργεια με αραβόσιτο. Θεωρείται αξιόλογο ανοιξιάτικο ψυχανθές για …   Dictionary of Greek

  • αμπελοφάσουλο — το το μαυρομάτικο φασόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • αραποφάσουλο — το μαυρομάτικο φασόλι, αμπελοφάσουλο …   Dictionary of Greek

  • δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»